Από τις θεμελιώδεις αρχές της Φυσικής γνωρίζουμε ότι το ηλεκτρικό πεδίο παράγεται από στατικά, θετικά ή αρνητικά, φορτία και το μαγνητικό πεδίο από κινούμενα φορτία, δηλαδή από ηλεκτρικά ρεύματα. Ο συνδυασμός των δύο αυτών πεδίων δημιουργεί το Ηλεκτρομαγνητικό Πεδίο (ΗΜ).
Γράφουν οι
Δρ. Γεώργιος Σκρουμπέλος, Μηχανολόγος Μηχανικός- Γενικός Διευθυντής RMS ΕΞΥΠΠ
Χάρης Τυράκης, Φυσικός Ιατρικής PhD, Msc, MBA
Ερευνητής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Τμήμα Ιατρικής
Η ηλεκτρομαγνητική αλληλεπίδραση αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις αλληλεπιδράσεις στη φύση, όπως είναι και η βαρύτητα, η ασθενής πυρηνική και η ισχυρή πυρηνική αλληλεπίδραση.
Η συχνότητα του ΗΜ πεδίου καθορίζει και την ενέργεια που αυτό διαδίδει στο χώρο, δηλαδή την ακτινοβολία. Όσο μεγαλύτερη είναι η συχνότητα, τόσο αυξάνεται και η ενέργεια. Αναλόγως με την ενέργεια που «κουβαλά» ένα ηλεκτρομαγνητικό πεδίο (κύμα), διακρίνουμε την ακτινοβολία σε δύο βασικές κατηγορίες: Τη ΜηΙοντίζουσα και την Ιοντίζουσα, με σημείο διαχωρισμού τους, το υπεριώδες.
Ηλεκτρομαγνητικό Φάσμα
Η Μη Ιοντίζουσα ακτινοβολία είναι χαμηλής ενέργειας, τέτοια ώστε η επίδρασή της με την βιολογική ύλη να μην δημιουργεί Ιονισμούς των ατόμων και διάσπαση των μορίων της. Πρόκειται για ακτινοβολία που δεν μπορεί να προκαλέσει διάσπαση του ανθρωπίνου DNAάρα και να προκαλέσει ασθένειες νεοπλασματικές. Οι συνήθεις χρήσεις της Μη Ιοντίζουσας ακτινοβολίας στην περιοχή των Ραδιοσυχνοτήτων (ή αλλιώς ραδιοκύματα από 10 MHzέως 300 GHz) είναι οι ραδιοεπικοινωνίες/ ασύρματες επικοινωνίες στις οποίες περιλαμβάνονται οι τηλεοπτικοί και ραδιοφωνικοί πομποί, καθώς και η κινητή τηλεφωνία και το ασύρματο ίντερνετ (WiFi).
Η Ιοντίζουσα ακτινοβολία είναι υψηλής ενέργειας (ξεκινά περίπου στο υπεριώδες κομμάτι του ήλιου), όπου σε υψηλές εκθέσεις, έχει σοβαρές επιπτώσεις στην ανθρώπινη υγεία. Οι ιοντίζουσες ακτινοβολίες βάση του τρόπου μεταφοράς της ενέργειας, κατηγοριοποιούνται σε σωματιδιακής και ηλεκτρομαγνητικής (Η/Μ) φύσης. Παραδείγματα σωματιδιακών ακτινοβολιών αποτελούν οι ακτινοβολίες προερχόμενες από σωματίδια α, β, νετρόνια και πρωτόνια, ενώ αντίστοιχα παραδείγματα ΗΜ Ιοντιζουσών ακτινοβολιών αποτελούν οι ακτίνες Χ, οι ακτίνες γ, καθώς και ένα μέρος του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος της υπεριώδους ακτινοβολίας (UV). Η Ιοντίζουσα ακτινοβολία χρησιμοποιείται σε ασφαλείς δόσεις στην ιατρική απεικόνιση (διάγνωση) όπως αξονική τομογραφία, μαστογραφία, ακτίνες Χ. Επίσης, χρησιμοποιείται στην Ακτινοθεραπεία καρκινικών όγκων καθώς προσβάλλει τα καρκινικά κύτταρα εμποδίζοντας τον πολλαπλασιασμό τους. Η ακτινοβολία από τον ήλιο περιλαμβάνει το ορατό μέρος του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος (μη ιοντίζουσα) αλλά και ένα κομμάτι (το υπεριώδες – UV-) το οποίο ανήκει στην Ιοντίζουσα ακτινοβόληση και για το λόγο αυτό επιβάλλεται η προστασία του ανθρώπου από την παρατεταμένη ηλιοθεραπεία ή το σολάριουμ.
Παραδείγματα Μη Ιοντίζουσας Ακτινοβολίας στη καθημερινή ζωή
Τα χαμηλόσυχνα ΗΜ πεδία (Extremely Low Frequecy -ELF- fields) τα συναντούμε ως αποτέλεσμα των ηλεκτρικών (οικιακών ρευμάτων) αλλά και εξωτερικά λόγω της λειτουργίας σταθμών διανομής ηλεκτρικής ισχύος. Στην Ελλάδα τα οικιακά ρεύματα δημιουργούν, κατά βάση, πεδία συχνοτήτων 50 Hz. Κατευθυντήριες Οδηγίες για χαμηλές συχνότητες (από 1 Hz έως και 100 kHz) εκδόθηκαν το 1998 και 2010 από την Διεθνή Επιτροπή για την Προστασία από τις Μη Ιοντίζουσες Ακτινοβολίες (ICNIRP). Η Ελληνική Νομοθεσία με απόφασή της ακολουθεί τα θεσπισμένα όρια του 1998 τα οποία είναι και αυστηρότερα της μετέπειτα έκδοσης (2010).
Τα ΗΜ Ραδιοσυχνοτήτων (RF) εκτείνονται από τα 100 kHz έως τα 300 GHz. Η ICNIRPδημοσίευσε Κατευθυντήριες Οδηγίες το 1998 και το 2020 για την ανθρώπινη έκθεση σε χρονικά μεταβαλλόμενα ΗΜ πεδία. Με βάση την Οδηγία αυτή, τέθηκαν όρια (επίπεδα αναφοράς – Reference Levels) ασφαλούς έκθεσης του γενικού πληθυσμού και των εργαζομένων. Η τήρηση αυτών των επιπέδων αναφοράς αποσκοπεί στην προστασία των ανθρώπων από όλες τις τεκμηριωμένες επιβλαβείς επιπτώσεις της έκθεσης σεRF. Για τον καθορισμό αυτών των επιπέδων, η ICNIRP βασίστηκε σε όλη τη δημοσιευμένη επιστημονική βιβλιογραφία σχετικά με τις επιπτώσεις της έκθεσης βιολογικών συστημάτων σε ΗΜ ακτινοβολία και αξιολόγησε ποιες από αυτές ήταν επιβλαβείς για την ανθρώπινη υγεία και επιστημονικά τεκμηριωμένες. Τα επίπεδα αναφοράς της ICNIRP έγιναν αποδεκτά από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ)και την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Οι μόνες τεκμηριωμένες δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία οι οποίες προκαλούνται από την Έκθεση σε RF-EMF είναι:
- η διέγερση των νεύρων,
- οι αλλαγές στη διαπερατότητα των κυτταρικών μεμβρανών και
- οι επιπτώσεις λόγω της αύξησης της θερμοκρασίας.
Δεν υπάρχουν ενδείξεις για δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία σε επίπεδα έκθεσης χαμηλότερα από τα επίπεδα αναφοράς της ICNIRP και δεν υπάρχουν στοιχεία για έναν μηχανισμό αλληλεπίδρασης ο οποίος να οδηγεί σε δυσμενείς επιπτώσεις στην υγεία λόγω έκθεσης σε RF κάτω από αυτά τα όρια ασφαλείας. Η θέρμανση του βιολογικού ιστού είναι η βασική επιβλαβής επίπτωση μιας παρατεταμένης και υψηλής ισχύος έκθεσης σε RF (παράδειγμα η χρήση οικιακού φούρνου μικροκυμάτων). Τα όρια ασφαλείας για το γενικό πληθυσμό τέθηκαν 50 φορές κάτω από το όριο όπου θα μπορούσε να υπάρξει μέγιστη αύξηση θερμοκρασίας κατά 10C, ενώ για τους εργαζομένους τέθηκαν 10 φορές κάτω από το ίδιο όριο. Στην Ελλάδα, από το 2006 τα όρια ασφαλείας είναι μειωμένα (δηλαδή αυστηρότερα της ICNIRP, της ΕΕ και του ΠΟΥ) κατά 40% σε περιοχές ευαίσθητων χρήσεων γης (δηλαδή σχολεία, νοσοκομεία, παιδικοί σταθμοί, γηροκομεία) που απέχουν έως και 300μ από κεραία – πομπό ραδιοσυχνοτήτων. Σε όλες τις άλλες περιοχές είναι μειωμένα κατά 30%.
Σε κάθε περίπτωση, για την προστασία τόσο του γενικού πληθυσμού, όσο και των εργαζομένων, είναι απαραίτητη η διενέργεια μετρήσεων ώστε να διασφαλίζεται η συμμόρφωση της έκθεσης σύμφωνα με τα θεσπισμένα όρια ασφαλείας της Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Νομοθεσίας. Οι μετρήσεις των επιπέδων ΗΜ ακτινοβολίας πρέπει να πραγματοποιούνται με τη χρήση ειδικού τεχνικού εξοπλισμού ακρίβειας, όπως οι αναλυτές φάσματος (spectrum analysers), δεδομένου ότι τα ΗΜ πεδία θεωρούνται δυναμικά και μεταβάλλονται με μεγάλη διασπορά τιμών. Τέλος, τόσο η διεξαγωγή των μετρήσεων όσο και η αξιολόγηση των αποτελεσμάτων, πρέπει να γίνονται από έμπειρο και εξειδικευμένο επιστημονικό προσωπικό που ασχολείται με τη μελέτη των ακτινοβολιών, των επιδράσεων στην ανθρώπινη υγεία και την προστασία του πληθυσμού.