Στο τέλος του 2022 δημοσιεύτηκε μία έκθεση που δημοσιεύεται κάθε τέσσερα χρόνια σχετικά με την πρόοδο του Πρωτόκολλου του Μόντρεαλ.
Γράφει ο Δαλαβούρας Δημήτριος, Μηχανολόγος Μηχανικός ΕΜΠ, MSc, MBA
OPMP ASHRAE Certified, Γενική Ψυκτική ΑΤΕΚΕ
Σε αυτή την έκθεση επιβεβαιώθηκε ότι χάρη στην υπογραφή του Πρωτόκολλου πλέον έχουμε οδηγηθεί στην κατάργηση σχεδόν του 99% των απαγορευμένων ουσιών που καταστρέφουν το όζον. Το Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ υπογράφηκε τον Σεπτέμβριο του 1987 και είναι μια πολυμερής περιβαλλοντική συμφωνία ορόσημο που ρυθμίζει την κατανάλωση και την παραγωγή σχεδόν 100 ανθρωπογενών χημικών ουσιών που καταστρέφουν το όζον(ODS).
Η επιτυχία του στόχου που τέθηκε οδήγησε στην αξιοσημείωτη ανάκτηση του προστατευτικού στρώματος του όζοντος στην ανώτερη στρατόσφαιρα κάτι που οδηγεί αντίστοιχα σε μειωμένη έκθεση του ανθρώπου στις επιβλαβείς υπεριώδεις ακτίνες (UV) από τον ήλιο. Τα τελευταία 35 χρόνια, το Πρωτόκολλο έχει γίνει πραγματικός πρωταθλητής για το περιβάλλον. “Οι αξιολογήσεις και οι ανασκοπήσεις που πραγματοποιούνται από την Επιστημονική Ομάδα Αξιολόγησης παραμένουν ζωτικής σημασίας συνιστώσα των εργασιών του Πρωτοκόλλου που συμβάλλει στην ενημέρωση των πολιτικών και των υπευθύνων λήψης αποφάσεων”.
Όπως ανέφερε ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες η αποκατάσταση της στιβάδας του όζοντος ήταν «ένα ενθαρρυντικό παράδειγμα του τι μπορεί να πετύχει ο κόσμος όταν εργαζόμαστε μαζί». Η ανακάλυψη της τρύπας της στιβάδας του όζοντος ανακοινώθηκε πρώτη φορά τον Μάιο του 1985 από τρεις επιστήμονες του British AntarcticSurvey. Αν συνεχιστεί η τήρηση του Πρωτόκολου του Μόντρεαλ με βάση της προβλέψεις των επιστημόνων η ανάκαμψη του στρώματος του όζοντος θα ολοκληρωθεί μέχρι το 2045 στην Αρκτική και μέχρι το 2066 στην Ανταρκτική. Λόγω μετεωρολογικών συνθηκών παρατηρήθηκαν κάποιες αυξομειώσεις στην τρύπα του όζοντος στην Ανταρκτική ωστόσο η γενική τάση δείχνει βελτίωση από το έτος 2000 και μετά.
Εκτός της θετικής επίδρασης στο όζον το Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ έχει ήδη ωφελήσει τις προσπάθειες για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής, βοηθώντας στην αποφυγή της υπερθέρμανσης του πλανήτη κατά περίπου 0,5°C. Η έκθεση επιβεβαιώνει τον θετικό αντίκτυπο που είχε η συνθήκη στο κλίμα. Το 2016 μια πρόσθετη συμφωνία στο Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ, γνωστή ως τροποποίηση του Κιγκάλι, απαιτούσε σταδιακή κατάργηση της παραγωγής και κατανάλωσης ορισμένων υδροφθορανθράκων (HFC). Οι HFC δεν καταστρέφουν άμεσα το όζον, αλλά είναι ισχυρά αέρια που συμβάλλουν στην υπερθέρμανση του πλανήτη και στην επιτάχυνση της κλιματικής αλλαγής. Η επιτροπή είπε ότι εκτιμάται ότι η τροπολογία θα αποτρέψει άλλους 0,3–0,5°C αύξηση της θερμοκρασίας μέχρι το 2100.
«Η δράση για το όζον αποτελεί προηγούμενο για τη δράση για το κλίμα. Η επιτυχία μας στη σταδιακή κατάργηση των χημικών που τρώνε το όζον μας δείχνει τι μπορούμε και πρέπει να κάνουμε για να απομακρυνθούμε από τα ορυκτά καύσιμα, να μειώσουμε τα αέρια του θερμοκηπίου και έτσι να περιορίσουμε την αύξηση της θερμοκρασίας», δήλωσε ο Γενικός Γραμματέας του WMO, ΠέτριΤαάλας
Στην παγκόσμια επιστημονική κοινότητα υπήρχαν σκέψεις σκόπιμης απελευθέρωσης αερολυμάτων σε μία προσπάθεια αντανάκλασης του ηλιακού φωτός ώστε να αποτραπεί η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη. Για πρώτη φορά, η Ομάδα Επιστημονικής Αξιολόγησης εξέτασε τις πιθανές επιπτώσεις στο όζον από την σκόπιμη προσθήκη αερολυμάτων στη στρατόσφαιρα, γνωστή ως στρατοσφαιρική έγχυση αερολύματος (SAI) και προειδοποιεί ότι οι ακούσιες συνέπειες του SAI θα μπορούσαν επίσης να επηρεάσουν τις θερμοκρασίες της στρατόσφαιρας, την κυκλοφορία και την παραγωγή όζοντος και τους ρυθμούς καταστροφής και τη μεταφορά.
Ο έλεγχος των HFC υψηλού GWP με την τροποποίηση του Κιγκάλια να μένεται να οδηγήσει σε σημαντικά οφέλη για το κλίμα. Ωστόσο, υπάρχει μια πιθανότητα για αρνητικές παρενέργειες. Οι υδροφθοροολεφίνες (HFOs) χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο για την αντικατάσταση των ψυκτικών μέσων HFC υψηλού δυναμικού θέρμανσης του πλανήτη (GWP) στην ψύξη, την εμφύσηση αφρού και διάφορες άλλες εφαρμογές. Αυτή η αντικατάσταση οδηγεί σε μικρότερη επίδραση στην υπερθέρμανση του πλανήτη. Ωστόσο, η χρήση υψηλού όγκου CCl4 (τετραχλωριούχος άνθρακας) ως μια πρώτη ύλη για την παραγωγή HFOs, μια χρήση και παραγωγή που δεν ελέγχονται από το Πρωτόκολλο του Μόντρεαλ, θα μπορούσε να οδηγήσει σε παρατεταμένη αύξηση του CCl4 εάν οι τρέχουσες τεχνικές συνεχιστούν και ένα μέρος της παραγωγής πρώτης ύλης συνεχίζει να εκπέμπεται. Μια δεύτερη παρενέργεια είναι ότι το HFO-1234yf που εκπέμπεται στην ατμόσφαιρα θα μετατραπεί πλήρως στο σταθερό τριφθοροξικό οξύ (TFA). Το τριφθοροξικό οξύ (TFA), το οποίο παράγεται στην ατμόσφαιρα από την αποδόμηση των HFC, HCFC, HFOs, και HCFOs, δεν αναμένεται να βλάψουν το περιβάλλον άμεσα αν και έχουν ήδη εκφραστεί ανησυχίες· και για το λόγο αυτό προτείνεται περιοδική αξιολόγηση, καθώς παραμένουν σημαντικά κενά στην κατανόησή μας. Αυτή η αξιολόγηση βασίζεται σε ενημερωμένες εκτιμήσεις του σχηματισμού TFA από τις τρέχουσες ατμοσφαιρικές συγκεντρώσεις HFC και HCFC (υδροχλωροφθοράνθρακες) και η προβλεπόμενη μείωση τους, καθώς και η αναμενόμενη αύξηση των HFO ως αντικαταστάτες των HFC και HCFC μέσα στα επόμενα χρόνια. Με τους HFC μακράς διάρκειας να αντικαθίστανται με HFO με υψηλή παραγωγή TFA, βραχύβια, θα σχηματίζεται περισσότερο TFA στην ατμόσφαιρα. Λόγω της μικρότερης διάρκειας ζωής των HFOs, αυτό το TFA αναμένεται να αποτεθεί πιο κοντά στην τοποθεσία των εκπομπών. Λαμβάνοντας υπόψη τις μεταβαλλόμενες και πιθανές άγνωστες πηγές, οι συγκεντρώσεις του TFA θα πρέπει να παρακολουθούνται για αλλαγές σε διάφορα σημεία του περιβάλλοντος, με ιδιαίτερη έμφαση στις πολυκατοικημένες περιοχές και στον απομακρυσμένο ωκεανό.
Πηγές: United Nations