Σχεδόν κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα εξαρτάται από την ενέργεια. Το επίπεδο ευημερίας που έχουμε σήμερα κατακτήθηκε χάρη στην άφθονη ενέργεια που απολαμβάνει μεγάλο τμήμα της ανθρωπότητας. Η ενέργεια μάς ζεσταίνει, μας δίνει φως, κινεί τα αυτοκίνητα, τα πλοία, τα αεροπλάνα, τα εργοστάσια. Μεταβολές στην προσφορά της ενέργειας ή της τιμής της, μπορεί να έχουν τεράστιες επιπτώσεις στην οικονομία και στην ποιότητα ζωής κάθε χώρας. Αυτό έγινε στη δεκαετία του 1970 με τις δύο ενεργειακές κρίσεις, αλλά και το καλοκαίρι του 2008, με την αλματώδη αύξηση της τιμής του πετρελαίου που έφθασε τα 140 δολάρια το βαρέλι. Συγχρόνως, η ενεργειακή κατανάλωση συνδέεται άμεσα και με την οικολογική ισορροπία του πλανήτη.
Γράφει ο Νίκος Σεκεριάδης, Μηχανολόγος Μηχανικός- Εκπαιδευτικός
Η παραγωγή ενέργειας σε όλα τα στάδιά της προκαλεί υποβάθμιση του περιβάλλοντος. Η «όξινη βροχή», «το φαινόμενο του θερμοκηπίου» και η «τρύπα του όζοντος» είναι αποτέλεσμα της εκμετάλλευσης της ενέργειας. Οι επιπτώσεις από τη χρήση της ενέργειας μπορούν να περιοριστούν με τη λήψη μέτρων για εξοικονόμηση της ενέργειας.
Η εξοικονόμηση ενέργειας είναι αναμφίβολα ο ταχύτερος, ο οικονομικότερος και ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για μείωση της εξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα καθώς και για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα, εξ’ αιτίας της χρήσης τους. Το σκεπτικό της εξοικονόμησης ενέργειας βασίζεται στην προσπάθεια για εξεύρεση τρόπων που θα μειώσουν την κατανάλωση ενέργειας και θα βελτιώσουν την ενεργειακή απόδοση του εξοπλισμού που καταναλώνει ενέργεια, χωρίς να επηρεάζονται οι συνθήκες διαβίωσης των ανθρώπων. Με το τρόπο αυτό επιτυγχάνεται μείωση της ζήτησης ενέργειας και συνεπώς μείωση της κατανάλωσης καυσίμων.
Ο κτιριακός τομέας είναι υπεύθυνος για το 40% περίπου της συνολικής τελικής κατανάλωσης ενέργειας σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Στην Ελλάδα οι ανάγκες για θέρμανση των κατοικιών ανέρχονται περίπου στο 70% της συνολικής ενεργειακής τους κατανάλωσης. Η κατανάλωση ενέργειας για τις οικιακές συσκευές, το φωτισμό και τον κλιματισμό ανέρχεται στο 18% του συνολικού ενεργειακού ισοζυγίου. Οι κατοικίες με κεντρικό σύστημα θέρμανσης, το οποίο χρησιμοποιεί ως καύσιμο αποκλειστικά το πετρέλαιο αντιστοιχούν στο 35,5% του συνόλου. Το υπόλοιπο 64% είναι αυτόνομα θερμαινόμενες κατοικίες που χρησιμοποιούν σε ποσοστό 25% πετρέλαιο, 12% ηλεκτρισμό και 18% καυσόξυλα.
Τα μικρά (γραφεία, εμπορικά καταστήματα, καταστήματα τραπεζών αλλά και κατοικίες) και μεγάλα κτιριακά συγκροτήματα (ξενοδοχεία, γραφεία, νοσοκομεία, σχολεία, αεροδρόμια κ.λπ.) καταναλώνουν το 30% από το σύνολο της κατανάλωσης ενέργειας στην Ελλάδα αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτή η κατανάλωση σε μορφή θερμικής (φυσικό αέριο, πετρέλαιο) ή ηλεκτρικής ενέργειας επιβαρύνει την οικονομία και συμβάλλει στην αύξηση της τρύπας του όζοντος και του φαινομένου του θερμοκηπίου.
Οι αιτίες της μεγάλης ενεργειακής κατανάλωσης
- Η πλειοψηφία των κτιρίων που κατασκευάστηκαν πριν από το 1980, δεν είναι θερμομονωμένα, και απαιτούν μεγάλα ποσά ενέργειας για να εξασφαλίσουν τις συνθήκες άνεσης το χειμώνα αλλά και το καλοκαίρι.
- Η άσχημη κατάσταση των συστημάτων θέρμανσης, που οδηγεί σε μειωμένους βαθμούς απόδοσης με συνέπεια την αυξημένη κατανάλωση ενέργειας και την περιβαλλοντική επιβάρυνση.
- Η συνεχόμενη αύξηση σε αριθμό αλλά και σε εγκατεστημένη ισχύ, συσκευών που καταναλώνουν ηλεκτρική ενέργεια.
- Η συνεχώς μεγαλύτερη απαίτηση για βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης, ιδίως το καλοκαίρι που σε συνδυασμό με τη μείωση της τιμής των συσκευών, οδήγησε στην εγκατάσταση πάνω από 3.000.000 κλιματιστικών μονάδων τα τελευταία 25 χρόνια.
Η εξοικονόμηση ενέργειας σε ένα κτίριο εξασφαλίζεται
- με τον κατάλληλο σχεδιασμό του κτιρίου.
- με τη χρήση ενεργειακά αποδοτικών δομικών στοιχείων και συστημάτων.
- μέσω της υψηλής αποδοτικότητας των εγκατεστημένων ενεργειακών συστημάτων, η οποία προϋποθέτει την άριστη ποιότητα του σχετικού εξοπλισμού και της εγκατάστασής.
Οι επεμβάσεις εξοικονόμησης ενέργειας σε ένα κτίριο μπορεί να αφορούν:
- Το κτιριακό κέλυφος (π.χ. θερμομόνωση, κατάλληλα συστήματα ανοιγμάτων, παθητικά ηλιακά συστήματα).
- Τον περιβάλλοντα χώρο του κτιρίου (π.χ. χρήση βλάστησης).
- Τις εγκαταστάσεις θέρμανσης, ψύξης, φωτισμού, ζεστού νερού και τις ηλεκτρικές συσκευές.
Καθοριστικός παράγοντας εξοικονόμησης ενέργειας είναι η ενεργειακή διαχείριση του κτιρίου.
Η εγκατάσταση ενός συστήματος ενεργειακής διαχείρισης αποσκοπεί στην επιτήρηση ή και τον αυτόματο έλεγχο των ηλεκτρολογικών και μηχανολογικών εγκαταστάσεων του κτιρίου, ώστε να είναι δυνατή η άμεση πρόσβαση, η απρόσκοπτη λειτουργία, η ρύθμιση των παραμέτρων και η ανάλυση δεδομένων όλων των εγκαταστάσεων από ένα σταθμό ελέγχου (χρονικός προγραμματισμός, διαχωρισμός του κτιρίου σε ζώνες χρήσης, καταγραφή θερμοκρασιών, έλεγχος της κατάστασης των μηχανημάτων, φύλαξη δεδομένων κ.ο.κ).
Παράλληλα, παρακολουθείται και καταγράφεται η συμπεριφορά των συστημάτων Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, που εγκαταστάθηκαν στο κτίριο, η θερμική άνεση χώρων, οι εγκαταστάσεις κλιματισμού-θέρμανσης, τα παθητικά ηλιακά συστήματα, η εγκατάσταση φωτισμού και φυσικού δροσισμού, η καταγραφή ηλεκτρικής κατανάλωσης του κτιρίου καθώς και η ποιότητα αέρα και δημιουργεί αρχεία με στατιστικά στοιχεία.
Τα συστήματα ενεργειακής διαχείρισης βρίσκουν εφαρμογή σε μεγάλο φάσμα κτιρίων, όπως κατοικίες, ξενοδοχεία, νοσοκομεία, κτίρια οργανισμών και επιχειρήσεων.
Η εξοικονόμηση ενέργειας στα κτίρια ήταν το ζητούμενο από τη δεκαετία του 1980. Οι κοινωνίες είχαν αρχίσει να συνειδητοποιούν πως η κατασκευή κτιρίων και κατοικιών χωρίς τη σύνδεση τους με τις περιβαλλοντικές συνθήκες της εκάστοτε περιοχής δημιουργούσε προβλήματα στις συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων τους.
Η εξοικονόμηση ενέργειας μπορεί να αποφέρει πολλαπλά παράπλευρα οφέλη, όπως μείωση της ρύπανσης, βελτίωση της ενεργειακής ασφάλειας και του εμπορικού ισοζυγίου, καθώς και να συμβάλει στην προσαρμογή της χώρας στην κλιματική αλλαγή. Η σημερινή πραγματικότητα λοιπόν μας επιβάλλει να περιορίσουμε όλες τις ενεργοβόρες δραστηριότητες ενός κτιρίου αναβαθμίζοντας το. Αναβαθμίζοντας τις κατοικίες και τα κτίρια, γίνεται εξοικονόμηση ενέργειας και χρημάτων, τονώνεται η απασχόληση καθώς δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας, αυξάνεται το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών και εξοικονομούνται πόροι από την εισαγωγή ενέργειας, οι οποίοι μπορούν να διατεθούν σε άλλους παραγωγικούς τομείς της χώρας.