Εδώ και αρκετά χρόνια, όλες οι οικονομικές συναλλαγές καταγράφονται στα ελεγκτικά συστήματα της ΑΑΔΕ. Λογιστές, συμβολαιογράφοι, τραπεζικά ιδρύματα, εταιρείες λογισμικού μέσω των προγραμμάτων τους, αλλά και άλλες πηγές, τροφοδοτούν διαρκώς με λεπτομερή στοιχεία τα πληροφοριακά συστήματα της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων. Έτσι, η ΑΑΔΕ διαθέτει πλέον, κυριολεκτικά «στο πιάτο», όλα τα απαραίτητα δεδομένα για να διαμορφώσει κρίσεις και να ασκήσει αποτελεσματικό έλεγχο.

Γράφει ο Σταυρουλάκης Αρτ. Κωνσταντίνος
Οικονομολόγος Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής Θεσ/κης
D – Econ  Σταυρουλάκης Κων/νος και Συνεργάτες .
Λογιστής / Φοροτεχνικός Σύμβουλος Επιχειρήσεων
Αρ. Άδειας 0028686 Τάξη Α’
email:eurohania@yahoo.gr

Στη Φορολογική Αρχή λειτουργεί, φυσικά, εξειδικευμένο λογισμικό που αναλύει τα δεδομένα αυτά και εντοπίζει περιοχές με αυξημένο κίνδυνο φοροδιαφυγής, μέσω συστημάτων ανάλυσης κινδύνου (Risk Analysis). Στην πράξη, το σύστημα υπολογίζει παρατυπίες ή συναλλαγές που κρίνονται ως αδικαιολόγητες, βάσει των κριτηρίων του, και ανιχνεύει οικονομικά προφίλ επιχειρήσεων που εμφανίζουν παραβατικά χαρακτηριστικά. Σε κάθε τέτοια περίπτωση, το σύστημα προσθέτει αρνητικούς δείκτες ή βαθμούς επικινδυνότητας στους αντίστοιχους φορολογούμενους.

Όταν η αρνητική βαθμολογία μιας επιχείρησης υπερβεί τα όρια που έχει ορίσει η ΑΑΔΕ, τότε η Φορολογική Αρχή εκδίδει εντολή ελέγχου για τη συγκεκριμένη επιχείρηση. Σκοπός του ελέγχου είναι να διαπιστωθεί κατά πόσο οι εκτιμήσεις του λογισμικού ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και αν πράγματι υπάρχουν φορολογικές παραβάσεις.

Και πράγματι, σχεδόν πάντα το σύστημα εντοπίζει σωστά τις παραβάσεις. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι τις κρίνει και δίκαια. Παραμένει ασαφές κατά πόσο η προτεραιοποίηση των ελέγχων βασίζεται σε κοινωνικά δίκαια κριτήρια, αν δηλαδή προηγούνται εκείνες οι περιπτώσεις που προκαλούν τη μεγαλύτερη κοινωνική ζημία και ακολουθούν, στο τέλος, οι παραβάσεις που σχετίζονται με την ίδια τη βιολογική επιβίωση της οικογένειας ενός μικρού επιχειρηματία.

Παραβάσεις είναι και τα δύο και φυσικά πρέπει να αντιμετωπιστούν. Ωστόσο, η σειρά με την οποία επιλέγονται για έλεγχο αποτελεί ζήτημα ουσιαστικής σημασίας για τη νομιμοποίηση του συστήματος στα μάτια των πολιτών. Πολιτών που, ας μην το ξεχνάμε, έχουν θεσμικό λόγο στη λειτουργία του κράτους, ακόμη κι αν αυτός συχνά παρακάμπτεται τεχνηέντως και μάλιστα με δημοκρατικό μανδύα από τις εκάστοτε κυβερνήσεις.

Αξίζει να σημειωθεί και κάτι ακόμη, για να μπορέσει η Φορολογική Αρχή να στοιχειοθετήσει επαρκώς μια κατηγορία, χρειάζεται δεδομένα που καλύπτουν αρκετά έτη. Η συγκέντρωση αυτών των πληροφοριών είναι κρίσιμη, ώστε να «δέσει» αποτελεσματικά και, κατά το δυνατόν, αμερόληπτα κάθε υπόθεση. Έτσι, πολύ σύντομα θα φτάσουμε στο σημείο όπου τα Συστήματα Ελέγχου θα διαθέτουν πλήρη και διαχρονικά δεδομένα, ικανά να ξεχωρίζουν με μεγαλύτερη ακρίβεια (ελπίζουμε και με δικαιοσύνη) τους πραγματικούς παραβάτες από τους απλώς αδύναμους.

Δικαιοσύνη, όμως, σημαίνει και σωστή ιεράρχηση. Πρώτα οι σοβαρές υποθέσεις: το παράνομο εμπόριο καυσίμων και οινοπνευματωδών, οι διακινητές παράνομων ουσιών, οι καταχρηστικές πρακτικές transfer pricing όταν αυτές οδηγούν σε φοροαποφυγή, οι απάτες τύπου carousel, τα εικονικά και πλαστά τιμολόγια. Και έπειτα, όχι εξίσου, ούτε με την ίδια ένταση, οι μικρές παραβάσεις της καθημερινότητας, όπως ο καστανάς στη λαϊκή αγορά.

Και στο τέρμα αυτής της αλυσίδας, ίσως, βρίσκεται ένα παλιό καφενείο σε ένα απομακρυσμένο χωριό, το οποίο επιτελεί κοινωνικό ρόλο, κρατώντας ζωντανή την κοινότητα. Εκεί, το ερώτημα δεν είναι μόνο αν φοροδιαφεύγει, αλλά αν θα έπρεπε να υπάρχει κρατική πρόνοια ώστε να επιδοτείται και όχι να τιμωρείται.

Μια από τις σημαντικότερες θεσμικές αποτυπώσεις αυτής της προσέγγισης είναι το άρθρο 14 του Ν. 5073/2023, το οποίο περιγράφει ορισμένες από τις παραμέτρους που μπορούν να ενεργοποιήσουν τις Έμμεσες Τεχνικές Ελέγχου, όπως:

 

  • Σημαντική αναντιστοιχία μεταξύ των δηλωθέντων οικονομικών μεγεθών (πωλήσεων, αποθεμάτων κ.λπ.).
  • Απόκλιση ή ανεξήγητη μεταβολή του συντελεστή μικτού κέρδους μεταξύ ετών.
  • Διαδοχικές δηλώσεις ζημιών επί τρία έτη χωρίς να προκύπτει τρόπος κάλυψης των υποχρεώσεων της επιχείρησης κ.τ.λ.

 

Και πέραν των αυτοματοποιημένων μεθόδων, υπάρχουν και άλλοι δρόμοι προς τον έλεγχο, επώνυμες ή ανώνυμες καταγγελίες (όταν αυτές θεωρηθούν βάσιμες και όχι κακόβουλες), αλλά και οι δειγματοληπτικοί εξωτερικοί έλεγχοι. Ακόμη κι αν η εικόνα μιας επιχείρησης δείχνει «καθαρή», μια τυχαία διαπίστωση μη έκδοσης απόδειξης μπορεί να ανεβάσει κατακόρυφα την πιθανότητα επανελέγχου, μεταβάλλοντας το ρίσκο της παραβατικότητας.

Η ψηφιοποίηση των πάντων και η αυξημένη προτεραιότητα του Κράτους στην είσπραξη των φόρων έχουν, χωρίς αμφιβολία, αλλάξει τους όρους του παιχνιδιού. Ο επίδοξος παραβάτης πρέπει να το σκεφτεί πολύ σοβαρά πριν συνεχίσει τις κακές του συνήθειες. Αυτό είναι, προφανώς, θετικό υπό έναν όρο, να γίνει σωστά και δίκαια.

Σε αυτό το πλαίσιο, θα πρέπει να ευχηθούμε όχι μόνο να περιοριστεί η φοροδιαφυγή, αλλά και η είσπραξη των φόρων να αποκτήσει ανταποδοτικό χαρακτήρα. Γιατί αν δεν υπάρξει αντιστοίχιση μεταξύ αυστηρού ελέγχου και βελτίωσης των υπηρεσιών Υγείας, Παιδείας, Υποδομών, τότε η προσπάθεια μένει ελλιπής. Και τότε, η συμμόρφωση δεν θα έρθει από συναίσθηση του δικαίου, αλλά από φόβο και αυτό δεν είναι δημοκρατική πρόοδος, αλλά μηχανική πειθαρχία.