Ο Τουρισμός αποτελεί μια από τις βαριές βιομηχανίες της Ελλάδας με σημαντική συμμετοχή στο ΑΕΠ της χώρας, μια από τις σημαντικότερες πηγές εισροής συναλλάγματος και δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας.
Γράφει ο Κώστας Μπουζιάνας, Διπλ. Μηχανολόγος Μηχανικός
Ενδεικτικά ο τζίρος το 2015 ήταν στα € 14 δις, ενώ ο στόχος του ΣΕΤΕ για το 2021 είναι τα € 20 δις.
Οι φυσικές ομορφιές της χώρας μας αποτελούν πόλο έλξης για τους ξένους τουρίστες, ενώ η πτώση των τιμών τα τελευταία χρόνια κάνουν πιο ελκυστική την επιλογή ανάμεσα στις υπόλοιπες μεσογειακές χώρες.
Όπως όλες οι δραστηριότητες που υπακούουν στους νόμους της ελεύθερης αγοράς, ο ανταγωνισμός και στον τομέα του Τουρισμού είναι σκληρός. Τα καταλύματα, ανεξάρτητα από το μέγεθος τους και τη θέση τους, πρέπει να προσφέρουν τις καλύτερες δυνατές ανέσεις σε προσιτές τιμές σε σχέση με τον ανταγωνισμό. Η διαχείριση των καταλυμάτων από μεγάλες ταξιδιωτικές επιχειρήσεις που έχουν γνώση του αντικειμένου και λεπτομερή πληροφόρηση, φέρνουν αναπόφευκτα στο πεδίο της σύγκρισης την ποιότητα των Ελληνικών τουριστικών εγκαταστάσεων και των παρεχόμενων υπηρεσιών σε σχέση με τις γειτονικές χώρες.
Ανάμεσα σε αυτές, σημαντικότατο ρόλο παίζουν οι εγκαταστάσεις άνεσης, δηλαδή κλιματισμού και παροχής ζεστού νερού χρήσης, καθώς και η διατήρηση των κολυμβητικών εγκαταστάσεων (πισίνες spa κλπ) στις κατάλληλες συνθήκες. Είναι λοιπόν προφανής η σημασία της επιλογής του κατάλληλου εξοπλισμού που θα εξυπηρετεί την ξενοδοχειακή μονάδα σε όλη τη διάρκεια ζωής του.
Η επιλογή των συστημάτων θα πρέπει να είναι η βέλτιστη για τη χρήση και τις ιδιαιτερότητες της ξενοδοχειακής μονάδας για την οποία προορίζονται. Σημαντικό ρόλο παίζει η πολυχρηστικότητα του εξοπλισμού, το κόστος κτήσης, η οικονομία λειτουργίας, καθώς και η ευκολία συντήρησης.
Τέλος, ανεξάρτητα από τον τεχνικο-οικονομικό σχεδιασμό του συστήματος θα πρέπει να έχουν προβλεφθεί όλες οι απαραίτητες εφεδρικές εγκαταστάσεις, οι οποίες θα εξυπηρετήσουν άμεσα τις ανάγκες στην περίπτωση βλάβης του κύριου εξοπλισμού, και μέχρι την αποκατάσταση της ομαλής λειτουργίας του.
Ιδιαιτερότητες Ξενοδοχειακών μονάδων και καταλυμάτων
- Η μεταβολή των φορτίων κλιματισμού, λόγω λειτουργίας σε διαφορετικές κλιματολογικές συνθήκες περιβάλλοντος (εποχές του έτους), σε συνάρτηση με τον βαθμό πληρότητας της μονάδας.
- Η διατήρηση άριστων συνθηκών άνεσης στους κλιματιζόμενους χώρους (δωμάτια αλλά και κοινόχρηστους χώρους), ανεξάρτητα από την πληρότητα της τουριστικής μονάδας ή τις κλιματολογικές συνθήκες περιβάλλοντος.
- Το σύστημα κλιματισμού θα πρέπει να προκαλεί την ελάχιστη δυνατή (εάν είναι εφικτό μηδενική) ηχητική και οπτική όχληση.
- Η δραστική μεταβολή των απαιτήσεων κατά τη διάρκεια της ημέρας, κάθε μέρα, και η δυνατότητα ορθολογικής χρήσης των εγκαταστάσεων με αποτέλεσμα σημαντική εξοικονόμηση ενέργειας, αναδεικνύει την ανάγκη για ένα ευέλικτο σύστημα κεντρικού ελέγχου (BMS), κατάλληλα σχεδιασμένου για Ξενοδοχειακές μονάδες και καταλύματα.
Φυσικά, το σύστημα που θα καλύπτει τις παραπάνω βασικές απαιτήσεις, θα πρέπει να υλοποιηθεί σε λογικά πλαίσια κόστους και να δίνει μικρό χρόνο απόσβεσης. Τέλος, να σημειώσουμε ότι κάθε προτεινόμενη εγκατάσταση θα πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψη τους περιορισμούς στη χρήση των ψυκτικών ρευστών σε βάθος χρόνου.Ας δούμε όμως τα διάφορα συστήματα κλιματισμού που διεκδικούν την αγορά των ξενοδοχειακών μονάδων και καταλυμάτων.
Τα πολύ παλιά ξενοδοχεία (εξαιρουμένων των ελάχιστων πολυτελών μονάδων) είχαν λουτρά κοινής χρήσης και σύστημα θέρμανσης με λέβητα, θερμαντικά σώματα και χρονοπρόγραμμα λειτουργίας για όλο το κτίριο. Η έννοια του κλιματισμού (ψύξη-θέρμανση) δεν υπήρχε παρά σε ελάχιστες εξαιρέσεις.
Η παραγωγή του ζεστού νερού χρήσης γινόταν είτε από το ίδιο το σύστημα θέρμανσης σε κεντρικό μπόϊλερ, είτε από ηλεκτρικούς θερμοσίφωνες εγκατεστημένους τοπικά, σε κάθε λουτρό.
Με την εξέλιξη των συνθηκών διαβίωσης άρχισε να γίνεται αναγκαία η παροχή συνθηκών άνεσης το καλοκαίρι (ψύξη), καθώς και η παροχή ζεστού νερού χρήσης όλο το 24ωρο, κυρίως σε μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες.
Το σύστημα κλιματισμού που το συναντάμε ακόμη σε μεγάλα κτίρια κυρίως του δημοσίου, αποτελείται από έναν ή περισσότερους αερόψυκτους ή υδρόψυκτους ψύκτες νερού για τη λειτουργία ψύξης, και λέβητα πετρελαίου ή αερίου για την θέρμανση. Ο κλιματισμός στα δωμάτια γίνεται με Τοπικές Κλιματιστικές Μονάδες νερού (FCU), ενώ στους κοινόχρηστους χώρους με Κεντρικές Κλιματιστικές Μονάδες (ΚΚΜ) με δυνατότητα λήψης νωπού αέρα (ή εναλλακτικά με FCU και μικρότερες ΚΚΜ 100% νωπού).
Η εμφάνιση στην αγορά των Αντλιών Θερμότητας (Heat Pump), οι οποίες με αντιστροφή του ψυκτικού κύκλου μπορούν να παράγουν και ζεστό νερό (λειτουργία ψύξης-θέρμανσης στο ίδιο μηχάνημα), με κόστος λειτουργίας σημαντικά χαμηλότερο από αυτό του πετρελαίου ή του αερίου, οδήγησε στην τροποποίηση του συστήματος κλιματισμού που περιγράψαμε παραπάνω, με αντικατάσταση του ψύκτη με αντλία θερμότητας.
Η συνεχής αύξηση των τιμών των ορυκτών καυσίμων καθιέρωσε την αντλία θερμότητας σαν την κύρια μονάδα παραγωγής κρύου ή ζεστού νερού και περιόρισε τη χρήση του λέβητα σαν βοηθητική πηγή θερμότητας τις πολύ κρύες μέρες του χειμώνα, καθώς και για την παραγωγή ζεστού νερού χρήσης.
Ταυτόχρονα, εμφανίστηκαν στην αγορά αντλίες θερμότητας «μόνο θέρμανση» για την παραγωγή ζεστού νερού χρήσης χειμώνα-καλοκαίρι, καθώς και για την θέρμανση κολυμβητικών εγκαταστάσεων (πισίνες spa κλπ).
Το καλοκαίρι επίσης, σε πολλές εγκαταστάσεις, οι απαιτήσεις σε ζεστό νερό χρήσης καλύπτονται εν μέρει ή στο σύνολο τους με ηλιακά συστήματα παραγωγής ζεστού νερού.
Η επέκταση της αντλίας θερμότητας σε μικρά συστήματα απ’ ευθείας εκτόνωσης (τα γνωστά μας split) βρήκε (και βρίσκει ακόμη) ευρεία εφαρμογή στα μικρά (και όχι μόνο) καταλύματα, όπου η υλοποίηση ενός κεντρικού συστήματος σαν αυτά που προαναφέρθηκαν είναι ιδιαίτερα δαπανηρή σε σχέση με τα πάμφθηνα split.
Στην περίπτωση αυτή η παραγωγή ζεστού νερού χρήσης γίνεται με ηλιακά, ή άλλους τρόπους.
Οι κατασκευαστές των split αλλά και οι εταιρείες αυτοματισμού προσφέρουν έτοιμες και οικονομικές λύσεις αυτομάτου ελέγχου και διαχείρισης. Το μεγάλο μειονέκτημα αυτής της λύσης είναι η οπτική και ηχητική όχληση, που πολλές φορές φθάνει να χαλάει το παραδοσιακό στιλ μιας περιοχής, καθώς επίσης και ο μειωμένος βαθμός απόδοσης σε σχέση με μια καλά μελετημένη και υλοποιημένη κεντρική εγκατάσταση. Τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα δημοφιλή είναι και τα συστήματα απ’ ευθείας εκτόνωσης του τύπου VRV/VRF (Variable Refrigerant Volume/Flow).
Εμφανίζουν καλό βαθμό απόδοσης, σαν κεντρικά συστήματα απ’ ευθείας εκτόνωσης, και έχουν γρήγορη και ευέλικτη εγκατάσταση λόγω των μικρών διατομών σωληνώσεων σε σχέση με τα συστήματα νερού.
Όπως ειπώθηκε και προηγούμενα, οι αντλίες θερμότητας στις ποικίλες μορφές τους προσφέρουν πολλαπλάσιο βαθμό απόδοσης σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο σύστημα θέρμανσης, επομένως και το κόστος λειτουργίας είναι κλάσμα του απαιτούμενου από τα συμβατικά συστήματα.Όμως η αντλία θερμότητας σαν αρχή λειτουργίας προσφέρει και μια πρόσθετη εξοικονόμηση.
Η αντλία θερμότητας, μεταφέρει θερμότητα μεταξύ μιας ψυχρής και μιας θερμής δεξαμενής. Έτσι, στη θέρμανση αντλεί θερμότητα από το περιβάλλον και την μεταφέρει στους κλιματιζόμενους χώρους, ενώ το καλοκαίρι αντλεί θερμότητα από τους κλιματιζόμενους χώρους και την «πετάει» στο περιβάλλον.
Εάν λοιπόν υπάρχουν ταυτόχρονες ανάγκες ψύξης και θέρμανσης, τότε μπορούμε να τις καλύψουμε με το κόστος της μιας! Οι κατασκευαστές το έχουν ήδη αντιληφθεί και έτσι, έχουν αναπτύξει και παρουσιάσει στην αγορά τα αντίστοιχα συστήματα νερού ή απ’ ευθείας εκτόνωσης.
Η μείωση του κόστους λειτουργίας είναι μεγάλη και το κόστος κτήσης συγκριτικά με τις απλές αντλίες θερμότητας σχεδόν το ίδιο (αφού πρόκειται για προσθήκη εξοπλισμού στα υφιστάμενα μοντέλα).
Η δυνατότητα αυτή δεν υφίσταται στα μικρά αυτόνομα και ημικεντρικά split.
Στα συστήματα νερού το νέο σύστημα ονομάζεται τετρασωλήνια αντλία θερμότητας, έχει δύο ανεξάρτητα ζεύγη σωληνώσεων, ένα για κρύο και ένα για ζεστό νερό. Μπορεί την ίδια στιγμή να παράγει ζεστό και κρύο νερό, ενώ μπορεί να αντιστρέφει αυτόματα τη λειτουργία του (θέρμανση-ψύξη) προκειμένου να καλύψει αντίστοιχες ανάγκες.
Για παράδειγμα, το καλοκαίρι παράγει κρύο νερό για τον κλιματισμό και ταυτόχρονα ζεστό νερό για τα μπάνια, τις πισίνες κλπ. Όταν κάποια στιγμή καλυφθούν οι ανάγκες ψύξης, ενώ υπάρχει ανάγκη για ζεστό νερό, το μηχάνημα γυρνάει αυτόματα σε λειτουργία θέρμανσης για την κάλυψη των αναγκών ζεστού νερού. Το αντίστοιχο σύστημα VRV/VRF ονομάζεται τρισωλήνιο και έχει τη δυνατότητα να δουλεύει κάποια τερματικά σε ψύξη και κάποια άλλα σε θέρμανση. Τα τερματικά θέρμανσης μπορούν να είναι και εναλλάκτες παραγωγής ζεστού νερού χρήσης. Η ανάκτηση θερμότητας γίνεται εντός συστήματος και μόνο τα περισσεύματα να απορρίπτονται στο περιβάλλον.
Η λειτουργία γίνεται με τρεις σωλήνες που διατρέχουν την εγκατάσταση, Θερμού αερίου, υγράς και αναρρόφησης. Τα τερματικά που δουλεύουν σε ψύξη παίρνουν υγρό φρέον, το εκτονώνουν και το επιστρέφουν στην αναρρόφηση. Αυτά που δουλεύουν σε θέρμανση, παίρνουν θερμό αέριο, το συμπυκνώνουν και το επιστρέφουν στην υγρά. Τόσο τα συστήματα νερού όσο και τα απ’ ευθείας εκτόνωσης παράγονται και σε υδρόψυκτη έκδοση, για χρήση σε γεωθερμία ανοικτού ή κλειστού κυκλώματος. Η χρήση γεωθερμίας παρουσιάζει βελτιωμένους βαθμούς απόδοσης σε σχέση με τα αερόψυκτα συστήματα, σταθερές συνθήκες λειτουργίας που είναι σχεδόν ανεξάρτητες από τις συνθήκες περιβάλλοντος.
Τέλος, αποτελούν την βέλτιστη λύση σε συγκροτήματα «αξιώσεων», μιας και όλη η εγκατάσταση βρίσκεται στο μηχανοστάσιο, με μηδενική οπτική και ηχητική όχληση.