Το νερό είναι ένα ανεκτίμητο στοιχείο για τη διατήρηση ζωής στο πλανήτη. Είναι ζωτικής σημασίας για τα οικοσυστήματα, βασικός παράγοντας για τη γεωργία, τη βιομηχανία, τη παραγωγή ενέργειας κ.α. Είναι ανανεώσιμος αλλά όχι ανεξάντλητος φυσικός πόρος. Η φαινομενική αφθονία του έχει ως αποτέλεσμα την αντιμετώπιση του ως δεδομένου αγαθού με συνέπεια την αλόγιστη χρήση και τη ρύπανση του.

Γράφει ο Νίκος Σεκεριάδης, Μηχανολόγος Μηχανικός- Εκπαιδευτικός

Η ψευδαίσθηση της αφθονίας δεν επιτρέπει εύκολα να αποκαλυφθεί ότι με την πάροδο του χρόνου το γλυκό νερό τείνει να μετατραπεί σε αγαθό σε ανεπάρκεια.Η ορθολογική διαχείριση των υδάτινων πόρων, αποτελεί παγκοσμίως ένα από τα κύρια θέματα τόσο σε ποσοτικό όσο και σε ποιοτικό επίπεδο.Ο τομέας των υδάτινων πόρων είναι ένας τομέας ζωτικής σημασίας που τα τελευταία χρόνια, λόγω των προβλημάτων που εμφανίζει, συγκεντρώνει το ενδιαφέρον κυβερνήσεων αλλά και των τοπικών κοινωνιών, εφόσον συνδέεται άμεσα με την ποιότητα ζωής των πολιτών.

Η ζήτησηνερού ήδη ξεπερνά την προσφορά σε πολλά μέρη του κόσμου, καθώς ο παγκόσμιος πληθυσμόςσυνεχίζει να αυξάνεται, και επομένως το ίδιο και η παγκόσμια ζήτηση νερού.Η αυξανόμενη παγκόσμια ζήτηση για γλυκό νερό οφείλεται κυρίως στηδημογραφική έκρηξη, τις αυξημένες ανάγκες γεωργικής άρδευσης και την αλλαγή των προτύπων κατανάλωσης λόγω της οικονομικής ανάπτυξης.Εξαιτίας της ραγδαίας αύξησης του πληθυσμού της Γηςκαι την αλλαγή των προτύπων κατανάλωσης άρχισε μια μη ορθολογική διαχείριση των υδατικών πόρων. Τα αρνητικά αποτελέσματα δεν άργησαν να φανούν:

  • Υποβάθμιση της ποιότητας των επιφανειακών και υπόγειων νερών κυρίως από γεωργικές δραστηριότητες και αστικές χρήσεις γης στη λεκάνη απορροής τους.Ρύπανση των υδάτων προερχόμενη από τα λύματα, τα βιομηχανικά απόβλητα, τα λιπάσματα, τα φυτοφάρμακα και από την όξινη βροχή.
  • Υφαλμύριση παράκτιων υδροφορέων.
  • Καταστροφή υγροτόπων.
  • Καθιζήσεις εδαφών λόγω υπεράντλησης.

Τα προβλήματα αυτά, σε συνδυασμό με τη κλιματική αλλαγή, θα γίνουν πιο έντονα τα προσεχή χρόνια, αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα και δεν αλλάξουμε ριζικά τη σχέση μας με τα υδάτινα συστήματα.Η ύπαρξη καθαρού νερού είναι μια πρόκληση που αντιμετωπίζει σήμερα ο παγκόσμιος πληθυσμός καθώς οι κλιματικές αλλαγές το καθιστούν σπάνιο σε ορισμένες περιοχές και οδηγούν σε διαταράξεις του «κύκλου του νερού».Το νερό δεν είναι ένα αγαθό που αυξάνεται ανάλογα με τη ζήτηση, όπως άλλα αγαθά που μπορεί να παράγει ο άνθρωπος.

Ήδη σήμερα, η έλλειψή του, δημιουργεί μεγάλα κοινωνικά προβλήματα και κοινωνικές αναστατώσεις. Συνεχιζόμενη μείωση της ποσότητας από τη μία και υποβάθμιση της ποιότητας από την άλλη, αύξηση του πληθυσμού, κλιματικές αλλαγές, επεμβάσεις στη φύση, εντατικοποίηση γεωργικών και βιομηχανικών δραστηριοτήτων, αναπτυξιακά μοντέλα αδιάφορα προς τη φύση και τους μηχανισμούς της, αύξηση της ζήτησης του νερού και ταυτόχρονη ρύπανση και μείωση των υδάτινων πόρων δεν είναι παρά τα σημάδια της κρίσης του νερού.

Οι υδάτινοι πόροι θα είναι ακόμη πιο δυσεύρετοι τα επόμενα χρόνια καθώς οι πληθυσμοί συνεχίζουν να αναπτύσσονται και η κλιματική αλλαγή επιδεινώνεται. Η κλιματική αλλαγή αναμένεται να εντείνει τις ξηρασίες, τις πλημμύρες και άλλα ακραία καιρικά φαινόμενα που θέτουν σε κίνδυνο την ποσότητα και την ποιότητα του γλυκού νερού και ως εκ τούτου ενεργεί ως πολλαπλασιαστική απειλή, κάνοντας τις επισφαλείς περιοχές επισφαλέστερες.
Σε ό,τι αφορά την κατάσταση παγκοσμίως, οι μισοί από τους πληθυσμούς που επηρεάζονται από τη λειψυδρία βρίσκονται στην Κίνα (112 εκατομμύρια άτομα χωρίς πρόσβαση σε νερό) και την Ινδία (92 εκατομμύρια άτομα χωρίς πρόσβαση σε νερό). Μεγάλο πρόβλημα αντιμετωπίζουν οι υποανάπτυκτες και αναπτυσσόμενες χώρες, κατά κύριο λόγο στην υποσαχάρια Αφρική (325 εκατομμύρια άτομα χωρίς πρόσβαση σε νερό) και την Αραβική χερσόνησο.

Στην “κορυφή” των μεγάλων πόλεων με μεγάλο πρόβλημα λειψυδρίας βρίσκεται το Κέιπ Τάουν, λόγω εκτεταμένων περιόδων ξηρασίας. Ωστόσο, η πόλη της Νοτίου Αφρικής δεν είναι η μοναδική. Άλλες μεγάλες πόλεις που ενδέχεται να μείνουν χωρίς καθαρό νερό στο επόμενο διάστημα είναι το Σάο Πάολο, το Πεκίνο, το Κάϊρο, η Τζακάρτα, η Μόσχα, η Κωνσταντινούπολη, η Πόλη του Μεξικό, το Λονδίνο το Τόκυοκαι οι Ηνωμένες Πολιτείες, κυρίως στις δυτικές πολιτείες, όπως η Καλιφόρνια, και στις νότιες πολιτείες όπως το Τέξας και η Φλόριντα.Το τελευταίο διάστημα, οι ξηρασίες και η έλλειψη νερού επηρέασαν τη Μεγάλη Βρετανία, τη Νότιο Αφρική και την Αυστραλία, καθώς και τεράστιες περιοχές της Αφρικής και της Κεντρικής Ασίας.

Σε ό,τι αφορά την Ευρώπη, αυτή τη στιγμή καμία χώρα δεν αντιμετωπίζει σημαντικό πρόβλημα με το νερό. Αυτό που απασχολεί τους αρμόδιους φορείς σε ό,τι αφορά τη διαθεσιμότητα και την ποιότητα των υδάτινων πηγών της είναι τα εξής:

  • εξάντληση και υφαλμύριση (ανάμειξη “γλυκού” νερού με θαλασσινό) των υπόγειων υδάτων, λόγω της εντατικής και μη ελεγχόμενης εκμετάλλευσής τους.
  • ρύπανση, που απειλεί το 20% των επιφανειακών υδάτων στην ΕΕ.
  • έντονες βροχοπτώσεις στον Βορρά, που αυξάνουν την πιθανότητα πλημμυρών.
  • μεγάλη πληθυσμιακή αύξηση λόγω του τουρισμού στον Νότο, που φέρνει αύξηση της ζήτησης τους θερινούς μήνες, όταν υπάρχει περιορισμένη διαθεσιμότητα νερού.

Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα αξίζει να σημειωθεί ότι η χώρα μας είναι μία σχετικά ευνοημένη υδρολογικά χώρα της Μεσογείου. Είναι μια χώρα πλούσια σε υδατικούς πόρους – επιφανειακούς και υπόγειους -, με ικανοποιητική ένταση βροχοπτώσεων, με το μέσο ετήσιο ύψος τους να φτάνει στα 700 mm, που αντιστοιχεί σε 115 δισ. m3. Από αυτά χάνεται το 50% λόγω εξατμισοδιαπνοής και το 30% (περίπου 35 δισ. m3) λόγω επιφανειακής απορροής (καταλήγουν στη θάλασσα).

Η Ελλάδα είναι μία από τις ημιάνυδρες χώρες της Ευρώπης που επηρεάζεται από το κλίμα της Αφρικής. Παρά τη φαινομενική αφθονία σε καλής ποιότητας πόσιμο νερό, τους θερινούς μήνες παρατηρούνται ελλείμματα (υψηλότερη ζήτηση από την προσφορά) που, σύμφωνα με όλες τις μελέτες οφείλονται στα εξής:

  • Χρονική και γεωγραφική ανισοκατανομή βροχοπτώσεων: Ο μεγαλύτερος όγκος βροχής παρατηρείται στη δυτική Ελλάδα και στα νησιά, και ο χαμηλότερος στην ανατολική χώρα. Παράλληλα, οι περισσότερες βροχές σημειώνονται τον χειμώνα και μειώνονται το καλοκαίρι, που χαρακτηρίζεται ξηρό.
  • Χρονική και γεωγραφική ανισοκατανομή ζήτησης: Κατά τους θερινούς μήνες καταγράφεται εκτίναξη της ζήτησης για πόσιμο νερό, λόγω του τουρισμού.

Το μεγαλύτερο μέρος του διαθέσιμου νερού της χώρας καταναλώνεται από τη γεωργία (78,5%), ακολουθεί η ύδρευση (15,8%) και τη μικρότερη κατανάλωση καταγράφει η βιομηχανία (5,7%).Η γεωργία, αποτελεί τον μεγαλύτερο καταναλωτή νερού στη χώρα. Διαπιστώνεται σε πολλές περιπτώσεις υπεράρδευση, που εντείνει τον κίνδυνο εξάντλησης των υδάτινων πόρων. Τις ασφυκτικές συνθήκες στον υδροφορέα προκαλεί ακόμη η πρακτική προμήθειας αγροτικού νερού από κοινόχρηστα αρδευτικά δίκτυα, που έχει ως αποτέλεσμα σημαντικές απώλειες.

Είναι ενδεικτικό ότι από το συνολικό νερό άρδευσης που καταναλώνεται στην Ελλάδα (από ιδιωτικές γεωτρήσεις και κοινόχρηστα δίκτυα), μόνο το 55% χρησιμοποιείται για την καλλιέργεια, καθώς το 12% χάνεται στη μεταφορά, το 8% κατά την εφαρμογή του στον αγρό και το 25% λόγω υπεράρδευσης. Στη χώρα μας οι αγρότες ποτίζουν τα χωράφια τους κυρίως με εκτοξευτήρες και αυτοκινούμενα συστήματα ποτίσματος, με αποδοτικότητα 60-70% με συνέπεια το 30-40% του νερού να χάνεται.Τα παλαιωμένα δίκτυα, οι διαρροές στις μεθόδους άρδευσης, η επιλογή ακατάλληλων καλλιεργειών για το ελληνικό κλίμα, είναι βασικά προβλήματα που δημιουργούν μεγάλη σπατάλη.Σε ό,τι αφορά την αστική χρήση, η μεγαλύτερη ζήτηση καταγράφεται στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα (Αθήνα και Θεσσαλονίκη). Οι απώλειες, λόγω του πεπαλαιωμένου δικτύου ανέρχονται κατά μέσο όρο στο 30%, ενώ τα υπόγεια ύδατα δεν ικανοποιούν τη ζήτηση.

Είναι επιτακτική η ανάγκη ύπαρξης ενός πλαισίου διαχείρισης και ανάπτυξης του υδάτινου δυναμικού (υπόγειων, πηγαίων και επιφανειακών υδάτων), ώστε να επιτευχθεί η μέγιστη και χωρίς αρνητικές συνέπειες εκμετάλλευση των υδατικών πόρων.Η γενικότερη τάση μείωσης της εκμετάλλευσης πόρων είτε λόγω κλιματικών αλλαγών ηκαι λόγω της εντεινόμενης ρύπανσης των νερών σε συνδυασμό με τις υιοθετημένες και από τη χώρα μας αυστηρότερες Ευρωπαϊκές απαιτήσεις ως προς την προστασία των υδρόβιων οικοσυστημάτων, επιβάλλουν περιορισμούς και καθιστούν αναγκαία αναπτυξιακά έργα σ’ αυτό το τομέα. Είναι επιτακτική η ανάγκη να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στη διαχείριση της ζήτησης και να μην θεωρούνται πλέον ως δεδομένες οι παραδοσιακές καταναλώσεις, οι παραδοσιακές απώλειες, η αδιαφορία ως προς τις δυνατότητες επαναχρησιμοποίησης και ανακύκλωσης καθώς και η παραδοσιακή μέθοδος κοστολόγησης και τιμολόγησης του νερού.